ώγανον

ώγανον
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κνημὶς ἁμάξης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη μορφή ωγ- τού θ. τού ἄγω (πρβλ. ἀγ-ωγ-ή), με επίθημα -ανον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. ξό-ανον). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για ιλλυρικό δάνειο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὤγανον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώγανα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα» β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὤγανον κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”